Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

εἰς τὸ ὄπισθεν

  • 1 Back

    subs.
    P. and V. νῶτον or pl.
    Of the back: P. and V. νωτιαῖος (Plat.).
    Of things: P. τὰ ὄπισθεν.
    The back legs: P. τὰ ὀπίσθια σκέλη (Xen.).
    At the back, behind, adv.: P. and V. ὄπισθεν, ὀπσω, Ar. and P. κατόπιν, ἐξόπισθεν, V. ὄπισθε.
    In the rear: P. κατὰ νώτου.
    On horse-back: P. and V. ἐφʼ ἵππου.
    On one's back, adj.: P. and V. ὕπτιος.
    Turn one's back, v. intrans.: V. νωτίζειν.
    They turned their backs in flight: V. πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν (Eur., And. 1141).
    Bind ( a person's) hands behind his back: Ar. and P. ὀπίσω τὼ χεῖρε δεῖν (Ar., Lys. 434, and Dem. 356).
    Binding his hands behind his back: P. τὼ χεῖρε περιαγαγὼν εἰς τοὔπισθεν (Lys. 94).
    Clasp one's hands behind one's back: P. τὼ χεῖρε εἰς τοὐπίσω συμπλέκειν (Thuc. 4, 4).
    Why do you weep turning your back upon my face: V. τί μοι προσώπῳ νῶτον ἐγκλίνασα σόν δύρει (Eur., Hec. 739).
    ——————
    adv.
    P. and V. πλιν, ἔμπαλιν, εἰς τοὔπισθεν, P. εἰς τοὐπίσω, V. ἄψορρον, or use adj., V. ἄψορρος, παλίσσυτος, παλίντροπος, παλίμπλαγκτος.
    Ago: P. and V. πρότερον.
    Come back, v. intrans.: P. and V. ἐπανέρχεσθαι; see Return.
    Give back, v. trans.: P. and V. ποδιδόναι.
    Hang back, v. intrans.: P. and V. ὀκνεῖν, κατοκνεῖν. μέλλειν; see Hesitate.
    Turn back, v. trans.: P. and V. ποστρέφειν; v. intrans., P. and V. ποστρέφειν or pass., ποστρέφειν or pass.; see under Turn.
    ——————
    v. trans.
    Back water: Ar. and P. νακρούεσθαι (Vesp. 399), P. κρούεσθαι πρύμναν.
    Favour: P. and V. εὐνοεῖν (dat.).
    Support, confirm: P. βεβαιοῦν. V. intrans.
    Go back: P. and V. ποστρέφειν or pass.
    Back out ( of an undertaking): P. and V. φίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.).
    Back out of what one has said: P. ἐξαναχωρεῖν τὰ εἰρημένα (Thuc. 4, 28).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Back

  • 2 Behind

    prep.
    P. and V. ὄπισθεν (gen.), V. ὄπισθε (gen.), Ar. and P. κατόπιν (gen.).
    Bind ( a person's) hands behind his back: ὀπίσω τὼ χεῖρε δεῖν (Dem. and Ar.).
    ——————
    adv.
    P. and V. ὄπισθεν, εἰς τοὔπισθεν, ὀπσω, Ar. and P. κατόπιν, ἐξόπισθεν, V. ὄπισθε.
    In the rear: P. κατὰ νώτου.
    Be left behind, v.: P. and V. λείπεσθαι.
    Stay behind, v.: see Remain.
    Be behind, be too late, v.: P. and V. ὑστερεῖν, P. ὑστερίζειν.
    Behind, too late, adj.: P. and V. ὕστερος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Behind

См. также в других словарях:

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • ՅԵՏՍ — ( ) NBH 2 0357 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 13c, 14c մ. ὁπίσω, εἱς τὰ ὅπισθεν, ὁπισθίως post, retro, inposteriora, retrorsum. եւ բայիւ ἁποστρέφω, ἑπιστρέφομαι averto, reverto, or ἁποκροῦμαι propello.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… …   Dictionary of Greek

  • Τάγματα Ασφαλείας — Στρατιωτικά ελληνικά σώματα που ιδρύθηκαν στα χρόνια της Κατοχής με σκοπό τη διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων που πολεμούσαν τους κατακτητές. Τα Τ. Α., που χαρακτηρίστηκαν με το αναγκαστικό διάταγμα 179/69 από το δικτατορικό καθεστώς των… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το …   Dictionary of Greek

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»